παραωριμάζω

παραωριμάζω
παραωρίμασα, παραωριμασμένος
1. για καρπούς, ωριμάζω πολύ, παραγίνομαι.
2. μτφ., για πρόσωπα, έχω περάσει την κατάλληλη ηλικία για γάμο: Παραωρίμασε το κορίτσι και γαμπρός δε βρέθηκε ακόμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραωριμάζω — 1. (για καρπούς) ωριμάζω περισσότερο από όσο πρέπει, με κίνδυνο να σαπίσω 2. μτφ. α) έχω περάσει την κατάλληλη για γάμο ηλικία β) έχω γεράσει πολύ …   Dictionary of Greek

  • παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… …   Dictionary of Greek

  • παραγίνομαι — αμτβ., παράγινα, παραγινωμένος και παραγενωμένος 1. γίνομαι κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράγινες ενοχλητικός με τα πειράγματά σου. 2. (για καρπούς) παραωριμάζω: Τα παραγινωμένα ροδάκινα δεν τ αγοράζει ο έμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”