- παραωριμάζω
- παραωρίμασα, παραωριμασμένος1. για καρπούς, ωριμάζω πολύ, παραγίνομαι.2. μτφ., για πρόσωπα, έχω περάσει την κατάλληλη ηλικία για γάμο: Παραωρίμασε το κορίτσι και γαμπρός δε βρέθηκε ακόμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.